υποπίμπλημι — Α 1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό 2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.) 3. παθ. ὑποπίμπλαμαι α) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.) β)… … Dictionary of Greek
ὑποπεπλησμένων — ὑποπίμπλημι fill perf part mp fem gen pl ὑποπίμπλημι fill perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπιμπλᾶσιν — ὑποπίμπλημι fill pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ὑποπίμπλημι fill pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπιμπλάμενον — ὑποπίμπλημι fill pres part mp masc acc sg ὑποπίμπλημι fill pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπιμπλάντα — ὑποπίμπλημι fill pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποπίμπλημι fill pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπλησθέντα — ὑποπίμπλημι fill aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποπίμπλημι fill aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμπλησι — ὑποπίμπλημι fill pres ind act 3rd sg ὑποπίμπλημι fill pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμπλησιν — ὑποπίμπλημι fill pres ind act 3rd sg ὑποπίμπλημι fill pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπλήσθη — ὑποπίμπλημι fill aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπλήσθημεν — ὑποπίμπλημι fill aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπλήσθησαν — ὑποπίμπλημι fill aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)